- ραμνώδη
- τα, Νβλ. ραμνώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίσσος — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek
παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
παρθενόκισσος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenocissus (< παρθένος + κισσός] … Dictionary of Greek
ράμνος — ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ (σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα… … Dictionary of Greek
ραμνώδης — ες, Ν (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ραμνώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 1.550 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnales (< ῥάμνος)] … Dictionary of Greek
ροίκισος — ο Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βιτίδες τής τάξης ραμνώδη … Dictionary of Greek
σαγερετία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ραμνίδες τής τάξης ραμνώδη, με 35 περίπου είδη φυλλοβόλων ή αείφυλλων θάμνων τής Βόρειας Αμερικής και τής ανατολικής και νότιας Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sageretia, από το… … Dictionary of Greek